- δελφῖσι
- δελφίςdolphinmasc dat plδελφίςdolphinmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δελφίσι — Δελφίς Delphi fem dat pl Δελφικός Delphi fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτής — ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω] 1. (γενικά) άτομο που χορεύει 2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek